μειλιγμα

μειλιγμα
    μείλιγμα
    -ατος τό
    1) средство утоления, способ смягчения
    

(θυμοῦ Hom.; τῆς ὀργῆς Plut.)

    2) наслаждение, радость, отрада
    

Χρυσηΐδων μ. τῶν ὑπ΄ Ἰλίῳ ирон. Aesch. — отрада илионских Хрисеид, т.е. Агамемнон

    3) умилостивительная жертва
    

(νερτέροις Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μειλιγμα" в других словарях:

  • μείλιγμα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μείλιγμα — το (Α μείλιγμα και μείλιχμα) νεοελλ. (λαογρ.) τρόφιμα και γλυκίσματα που προσφέρονται σε νεκρούς ή σε διάφορα υποχθόνια πνεύματα για να τά εξιλεώσουν αρχ. 1. οτιδήποτε χρησιμεύει για τέρψη, ευχαρίστηση ή ανακούφιση 2. μτφ. μέσο για εξιλέωση ή για …   Dictionary of Greek

  • μείλιγμ' — μείλιγμα , μείλιγμα neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειλιγμάτων — μείλιγμα neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειλίγμασι — μείλιγμα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειλίγμασιν — μείλιγμα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειλίγματα — μείλιγμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειλίγματι — μείλιγμα neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειλίγματ' — μειλίγματα , μείλιγμα neut nom/voc/acc pl μειλίγματι , μείλιγμα neut dat sg μειλίγματε , μείλιγμα neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μείλιχμα — μείλιχμα, ατος, τὸ (Α) βλ. μείλιγμα …   Dictionary of Greek

  • μελίχματα — μελίχματα, τὰ (Α) βλ. μείλιγμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»